-
1 разрубить
ρ.σ.μ. (κατά)κόβω, κατατέμνω, κατατεμαχίζω, κατακομματιάζω•разрубить полено κόβω κομμάτια το κούτσουρο.
εκφρ.александр македонский -ил гордиев узел сбоим мечом – ο Αλέξανδρος ο μακεδόνας έκοψε το γόρδιο δεσμό με το ξίφος του.
1 разрубить
разрубить полено κόβω κομμάτια το κούτσουρο.